ελληνοπρεπής

ελληνοπρεπής
-ές
αυτός που είναι σύμφωνος με τα ελληνικά ιδεώδη («ελληνοπρεπής αγωγή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελληνοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που αρμόζει σε Έλληνες, που είναι σύμφωνος με τις παραδόσεις και τα ιδανικά των Ελλήνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • ελληνοπρέπεια — η συμπεριφορά που ταιριάζει σε Έλληνες, το να είναι κανείς ελληνοπρεπής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”